φιλοστέφανος

φιλοστέφανος
Γραμματικός από την Κυρήνη, μαθητής του Καλλίμαχου. Έγραψε το έργο Υπομνήματα, μυθογραφική πραγματεία από την οποία δεν σώθηκαν παρά ελάχιστα αποσπάσματα. Έγραψε επίσης επιστημονική μελέτη για τις πόλεις της Ασίας, μια άλλη για τις πόλεις της Ευρώπης, Περί παραδόξων ποταμών, Περί κρηνών, Περί ευρημάτων και δίστιχα σε ιωνική γλώσσα. Έζησε κυρίως στην Αλεξάνδρεια.
* * *
-ον, Α
1. αυτός που τού αρέσουν τα στεφάνια, η δόξα («σὺν Εὐκλείᾳ δὲ φιλοστεφάνῳ πόλιν κυβερνᾷ», Βακχ.)
2. αυτός κατά τον οποίο γίνεται χρήση στεφάνων («φιλοστεφάνους κώμους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + στέφανος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλοστέφανος — loving crowns masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστέφανον — φιλοστέφανος loving crowns masc/fem acc sg φιλοστέφανος loving crowns neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστεφάνοισιν — φιλοστέφανος loving crowns masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστεφάνου — φιλοστέφανος loving crowns masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστεφάνους — φιλοστέφανος loving crowns masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστεφάνων — φιλοστέφανος loving crowns masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστεφάνῳ — φιλοστέφανος loving crowns masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοστέφανε — φιλοστέφανος loving crowns masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФЕРОНИЯ —    • Feronĭa,          древнеиталийская богиня, чтилась при горе Соракте, в земле капенатов, в той части ее, где она граничила с землями латинян и сабинян. Ферония имела там священную рощу и очень богатый храм и получала в жертву первые плоды.… …   Реальный словарь классических древностей

  • φιλησιστέφανος — ον, Α αυτός στον οποίο αρέσουν τα στεφάνια, φιλοστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φιλησι τού φιλῶ (πρβλ. φίλησις) + στέφανος (πρβλ. καλλι στέφανος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”